αποψυκτήριος

αποψυκτήριος
-α, -ο
1. ο κατάλληλος ή χρήσιμος για πλήρη ψύξη, για πάγωμα
2. το ουδ. ως ουσ. το αποψυκτήριο
συσκευή που χρησιμεύει στην ψύξη, για το πάγωμα αερίων ή ατμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απόψυξη. Ο τ. αποψυκτήριο μαρτυρείται από το 1876 στον Κ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”